δίστηλος
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίστηλος, -ον)
αυτός που έχει δύο στήλες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίστηλο
α) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλες
β) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες του Ηρακλέους), κολονάτο.