δίστηλος
From LSJ
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίστηλος, -ον)
αυτός που έχει δύο στήλες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίστηλο
α) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλες
β) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες του Ηρακλέους), κολονάτο.