δαιμονολατρία

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

και δαιμονολατρεία, η (Μ δαιμονολατρεία)
η λατρεία τών δαιμόνων ή τών πονηρών πνευμάτων
μσν.
η ειδωλολατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονολατρία < δαιμονολάτρης και δαιμονολατρεία < δαίμων + λατρεία.