δαιμονοπρόσωπος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.
Greek Monolingual
δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.