δαντέλα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
και νταντέλα και ταντέλα, η
διαφανές πλέγμα από λεπτές κλωστές πλεγμένες σε επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dentelle].