δαρήσιμος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
δαρήσιμος, -ον (Μ)
άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην του δέρω + (κατάλ.) -σιμος].