δαρήσιμος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

δαρήσιμος, -ον (Μ)
άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην του δέρω + (κατάλ.) -σιμος].