εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
δαρήσιμος, -ον (Μ)άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην του δέρω + (κατάλ.) -σιμος].