δαυλίτης

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

ο
1. η νόσος άνθρακας των φυτών
2. στάρι που έχει προσβληθεί από παρασιτικούς μύκητες.