δαφνώνας

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

και δαφνιώνας, ο (AM δαφνών, Α και δαφνεών) δάφνη
άλσος από δάφνες.