δαφνώνας

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

και δαφνιώνας, ο (AM δαφνών, Α και δαφνεών) δάφνη
άλσος από δάφνες.