δειπνοποιώ

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

δειπνοποιῶ (-έω) (Α) δειπνοποιός
1. προετοιμάζω το δείπνο
2. δειπνοποιούμαι
δειπνώ.