δειπνοποιώ

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

δειπνοποιῶ (-έω) (Α) δειπνοποιός
1. προετοιμάζω το δείπνο
2. δειπνοποιούμαι
δειπνώ.