προετοιμάζω

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προετοιμάζω Medium diacritics: προετοιμάζω Low diacritics: προετοιμάζω Capitals: ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΩ
Transliteration A: proetoimázō Transliteration B: proetoimazō Transliteration C: proetoimazo Beta Code: proetoima/zw

English (LSJ)

get ready beforehand, Aen.Tact.18.6:—Med., prepare for one's own use or purpose, Hdt.8.24:—Pass., Id.7.22, Ph.2.252, al., J.AJ17.5.6, Plu.2.230e, Philum. ap. Orib.8.45.7.

German (Pape)

[Seite 722] vorher zurecht machen, Sp.; med. Etwas zu eignem Nutzen od. Gebrauch vorbereiten, Her. 7, 22. 8, 24.

French (Bailly abrégé)

f. προετοιμάσω, ao. προητοίμασα;
préparer ou tenir prêt d'avance;
Moy. προετοιμάζομαι (impf. ion. sans augm. προετοιμαζόμην, ao. ion. προετοιμασάμην) m. sign.
Étymologie: πρό, ἑτοιμάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ετοιμάζω act. voorbestemmen:. ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν die Hij heeft voorbestemd tot heerlijkheid NT Rom. 9.23. med. voorbereiden:. προετοιμάσατο... τάδε hij bereidde het volgende voor Hdt. 8.24.1.

Russian (Dvoretsky)

προετοιμάζω: (чаще med.) заблаговременно подготавливать (τινά τινι и τι εἴς τι NT; τὸ προητοιμασμένον δεῖπνον Plut.): προετοιμάσατο τάδε Her. были приняты следующие меры.

English (Strong)

from πρό and ἑτοιμάζω; to fit up in advance (literally or figuratively): ordain before, prepare afore.

English (Thayer)

1st aorist προητοίμασα; to prepare before, to make ready beforehand: ἅ προητοίμασεν εἰς δόξαν, i. e. for whom he appointed glory beforehand (i. e., from eternity), and, accordingly, rendered them fit to receive it, οἷς stands by attraction for ἅ (cf. Winer's Grammar, 149 (141); Buttmann, § 143,8). (Herodotus, Philo, Josephus, Plutarch, Geoponica, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῖν αὐτοῖς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.)
2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τον προετοίμασα για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση» β. (για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) «προοδοποιών παρεγένετο καὶ προετοιμάζων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. μέσ. προετοιμάζομαι
ετοιμάζω τον εαυτό μου για κάτι, παίρνω εκ τών προτέρων τα αναγκαία μέτρα, κάνω τις απαραίτητες ενέργειες (α. «προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις» β. «εἰς ἐξορίαν προητοιμάζετο», Γ. Παχυμ.
γ. «ἐὰν ούν προετοιμάσησθε καὶ μετανοήσητε πρὸς τὸν Κύριον», Ερμ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι έτοιμος για κάτι, μέ έχουν ετοιμάσει εκ τών προτέρων (α. «τὴν προητοιμασμένην ἡμῖν βασιλείαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
β. «τὸ προητοιμασμένον Περσικὸν δεῖπνον», Πλούτ.)
αρχ.
μέσ. ετοιμάζω εκ τών προτέρων κάτι για δική μου χρήση, για να ωφεληθώ («προετοιμάσατο δὲ τάδε», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προετοιμάζω: είμαι έτοιμος από πριν — Μέσ., ετοιμάζω εκ των προτέρων για δική μου χρήση ή σκοπό, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προετοιμάζω: ὡς καὶ νῦν, Αἰν. Τακτ. ― Μέσ., ἑτοιμάζω πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ πρὸς ἰδίους σκοπούς, Ἡρόδ. 7. 21., 8, 24. ― Παθ., Πλούτ. 2. 230Ε, κ. ἄλλ.

Middle Liddell

to get ready before:—Mid. to prepare for one's own use or purpose, Hdt.

Chinese

原文音譯:proetoim£zw 普羅-誒胎馬索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:先-(作)準備
字義溯源:預先裝備好,預備,早預備,早已預備,事先預備;由(πρό)*=前)與(ἑτοιμάζω)=預備)組成;而 (ἑτοιμάζω)出自(ἕτοιμος)=適應), (ἕτοιμος)又出自(ἑταῖρος)X*=合適)。
出現次數:總共(2);羅(1);弗(1)
譯字彙編
1) 早已預備(1) 弗2:10;
2) 早預備(1) 羅9:23