δενδροσκέπαστος

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].