διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].