δευτερογένεια
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του δευτερογενούς
2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φορά («δευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).