δευτερογένεια

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του δευτερογενούς
2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φοράδευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).