δηλατωρία
From LSJ
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δηλατορία SB 10989.10a, 24, 38 (IV d.C.)
1 libelo, acusación calumniosa, SB ll.cc.
2 publicación δηλατωρίαι· αἱ τῆς καταστάσεως τοῦ δημοσίου φόρου ἀποδείξεις, αἱ εἰσαγγελίαι Sud., cf. Zonar., Anecd.Ludw.207.12.