δηλατωρία

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): δηλατορία SB 10989.10a, 24, 38 (IV d.C.)
1 libelo, acusación calumniosa, SB ll.cc.
2 publicación δηλατωρίαι· αἱ τῆς καταστάσεως τοῦ δημοσίου φόρου ἀποδείξεις, αἱ εἰσαγγελίαι Sud., cf. Zonar., Anecd.Ludw.207.12.