διάρραμα

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
suture.
Étymologie: διαρράπτω.

Russian (Dvoretsky)

διάρρᾰμα: ατος τό διαρράπτω шов Plut.