διάρραμα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
suture.
Étymologie: διαρράπτω.

Russian (Dvoretsky)

διάρρᾰμα: ατος τό διαρράπτω шов Plut.