διαιρετότητα

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

η
μαθ. η ιδιότητα αριθμού να διαιρείται με άλλον επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].