διακυμαίνομαι
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
(Α διακυμαίνω)
νεοελλ.
αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω κύματα
2. εξεγείρω.
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(Α διακυμαίνω)
νεοελλ.
αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω κύματα
2. εξεγείρω.