διακυμαίνομαι

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

διακυμαίνω)
νεοελλ.
αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω κύματα
2. εξεγείρω.