διαλελαμμένος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.