διαλογιστική
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать lut.