διαμινυρίζομαι

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

German (Pape)

[Seite 590] v. l. für διαμινύρομαι, winselnd singen, Ar. Th. 100.

Spanish (DGE)

(διαμῐνῡρίζομαι)
quejarse lastimosamente τί διαμινυρίζεται; Ar.Th.100.

Russian (Dvoretsky)

διαμινυρίζομαι: v. l. = διαμινύρομαι.