διανέστην

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de διανίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανέστην stamaor. van διανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

διανέστην: aor. 2 к διανίσταμαι.