διασκώ

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

διασκῶ (-έω) (Α)
1. εξασκώ
2. καλλωπίζω, διακοσμώ.