διακοσμώ
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
Greek Monolingual
(AM διακοσμῶ, -έω)
1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο
2. καλλωπίζω, στολίζω
3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα
αρχ.
1. τακτοποιώ
2. ρυθμίζω, κανονίζω
3. (στους Στωικούς) αποκαθιστώ την τάξη του κόσμου μετά την εκπύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κοσμώ.