διαστύφω

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Spanish (DGE)

1 preservar, conservar τὰ σεσηπότα Thdt.M.81.40A.
2 medic., en v. med.-pas. διαστύφομαι = estreñirse, Hippiatr.35.1.