διαστύφομαι
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], aor. -εστύφθην, become constipated, Hippiatr.35.
Spanish
Greek Monolingual
διαστύφομαι (Α) στύφομαι, στύφω
πάσχω από δυσκοιλιότητα.
Full diacritics: διαστύφομαι | Medium diacritics: διαστύφομαι | Low diacritics: διαστύφομαι | Capitals: ΔΙΑΣΤΥΦΟΜΑΙ |
Transliteration A: diastýphomai | Transliteration B: diastyphomai | Transliteration C: diastyfomai | Beta Code: diastu/fomai |
[ῡ], aor. -εστύφθην, become constipated, Hippiatr.35.
διαστύφομαι (Α) στύφομαι, στύφω
πάσχω από δυσκοιλιότητα.