διδάκτρια

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Spanish (DGE)

-ας, ἡ maestra κακῶν de Eva, Chrys.M.55.616, cf. M.56.533.

Greek Monolingual

διδάκτρια, η (Α) διδάσκω
δασκάλα («ὦ πόσων κακῶν Εὔα διδάκτρια», Ιωανν. Χρυσ.).