διείληφα

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

French (Bailly abrégé)

pf. de διαλαμβάνω.

Greek Monotonic

διείληφα: παρακ. του δια-λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

διείληφα: pf. к διαλαμβάνω.