διεζευγμένος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διεζευγμένος, -η, -ον) διαζευγνύω
χωρισμένος (από τον ή τη σύζυγο).