διεζευγμένος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διεζευγμένος, -η, -ον) διαζευγνύω
χωρισμένος (από τον ή τη σύζυγο).