διελλαμβάνω

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

Spanish (DGE)

llevar, organizar en v. pas. λόγος ... πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημμένος de un discurso confuso, Luc.Philopatr.1 (pero quizá l. διενειλημέν- de διενειλέω).