organizar
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Spanish > Greek
ἀγωνοθετέω, διοικέω, διοικονομέω, ἀρτύνω, διαρμόζω, διατίθημι, διασταθμάομαι, διακοσμέω, διέπω, διελλαμβάνω, διαιτάω, ἐγκατασκευάζω