διεξιών

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

French (Bailly abrégé)

part. prés. de διέξειμι.

Russian (Dvoretsky)

διεξιών: οῦσα, όν part. praes. к διέξειμι.