διμήνι

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και διμηνιό, το
είδος σταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διμήνι είναι υποκορ. του μτγν. επιθ. δίμηνος και ο τ. διμηνιό < επίθ. διμηνιαίος].