σπορά

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορά Medium diacritics: σπορά Low diacritics: σπορά Capitals: ΣΠΟΡΑ
Transliteration A: sporá Transliteration B: spora Transliteration C: spora Beta Code: spora/

English (LSJ)

ἡ, (σπείρω)
A sowing of seed, σπερμάτων Pl.Amat.134e: hence metaph., μαθημάτων εἰς ψυχήν ibid.
b of children, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε from this origin, A.Pr.871; τοιοῦτος ὢν τοιῷδ' ὀνειδίζεις σποράν; his origin, birth..? S.Aj.1298; procreation, παίδων, γένους, Pl.Lg.729c,783a; τὴν Ῥωμύλου σποράν begetting, Plu.2.320b, cf. Ptol.Tetr.103,105.
2 seed-time, sowing-time, ἀπὸ τῆς σπορᾶς Thphr. HP 8.2.6; δεκέτεσιν σποραῖσιν in the tenth seed-time, i.e. year, E.El.1152 (lyr.).
II seed, 1 Ep.Pet.1.23, PLeid.W.11.50; field sown, ξηρὰ σπορά dry land, dub. l. in E.Andr.637; σπορὰ δράκοντος ground sown with the dragon's teeth, S.Ant.1125 (lyr.).
b of persons, seed, offspring, Id.Tr.316,420; γυναῖκα καὶ τέκνων.. σποράν Men.598: pl., young ones, dub. in E.Cyc.56: generally, θῆλυς σπορά the female race, Id.Hec. 659; θήλεια σπορά Id.Tr.503.

German (Pape)

[Seite 924] ἡ, das Säen, Sp. – Übertr., Zeugung, σπορᾶς γε μὴνἐκ τῆσδε φύσεται θρασύς, Aesch. Prom. 871; die Abstammung, Soph. Ai. 1277; die Nachkommen, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ, Ant. 1149; Εὐρύτου σπορά τις ἦν, Tr. 315, vgl. 419; Eur. Troad. 503 u. öfter; παίδων, Plat. Legg. V, 729 c; τοῦ γένους, VI, 783 a.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ὁ) :
1 ensemencement ; p. anal. procréation, naissance, origine;
2 semence répandue ; fig. semence, rejeton ; postérité, race, génération.
Étymologie: σπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπορά -ᾶς, ἡ [~ σπείρω] het zaaien:; σπέρματων van zaad Plat. Amat. 134e; uitbr. zaaiseizoen; Eur. El. 1152; concr. zaailand, akker:. σ. δράκοντος drakenakker (waar de drakentanden gezaaid waren) Soph. Ant. 1125. overdr., van pers.: oorsprong, afkomst:. σπορᾶς... ἐκ τῆσδε van deze afkomst Aeschl. PV. 871.b. nakomeling, telg, nageslacht.

Russian (Dvoretsky)

σπορά:σπείρω
1 сеяние, посев (σπερμάτων Plat.);
2 досл. время сева, перен. год: δεκέτεσιν σποραῖσιν Eur. спустя десять лет;
3 род, племя Soph.: σπορᾶς ἐκ τῆσδε φύσεται θρασύς Aesch. из этого рода выйдет храбрец;
4 рождение: ἡ τοῦ γένους σπορά Plat. размножение;
5 отпрыск, потомок (Εὐρύτου Soph.): θήλεια и θῆλυς σπορά Eur. женское потомство.

English (Strong)

from σπείρω; a sowing, i.e. (by implication) parentage: seed.

English (Thayer)

σπορᾶς, ἡ (σπείρω, 2perfect ἐσπορα), seed: a sowing, figuratively, origin, etc., from Aeschylus, Plato down)).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπείρω, η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου ενός προς καλλιέργεια φυτού σε κατάλληλα προετοιμασμένο έδαφος, η οποία αποτελεί τη συνήθη μέθοδο παραγωγής μονοετών και διετών φυτών (α. «καιρός ακατάλληλος για σπορά» β. «περὶ σπερμάτων σπορᾱς, όπόσον μέτριον», Πλάτ.)
2. ο καιρός της σποράς, η περίοδος της σποράς (α. «εργάτες παίρνω μόνο στη σπορά και στις ελιές» β. «δεκέτεσι σποραῑς», Ευ ρ.)
3. οι απόγονοι, τα παιδιά (α. «Τούρκου σπορά» β. «γυναῖκα καὶ τέκνων σποράν», Μέν.)
νεοελλ.
1. (δασοπ.) τρόπος αναδάσωσης που επιτυγχάνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες
2. φρ. α) «διαβόλου σπορά»
i) πολύ έξυπνος και εύστροφος
ii) ραδιούργος, κακοποιός
β) «σπορά στα πεταχτά»
(γεωπ.) i) η σπορά με το χέρι
ii) σπορά με μηχανή που γίνεται με το σκόρπισμα τών σπερμάτων σε όλη την έκταση του χωραφιού, με τυχαίες αποστάσεις
γ) «σπορά σε γραμμές»
(γεωπ.) σπορά με μηχανή κατά την οποία τα σπέρματα απελευθερώνονται από τη μηχανή, με ομοιόμορφο τρόπο, σε γραμμές που βρίσκονται σε καθορισμένες αποστάσεις η μία από την άλλη
δ) «γραμμική σπορά»
(γεωπ.) η σπορά σε γραμμές
ε) «σπορά κατά θέσεις»
(γεωπ.) μέθοδος σποράς κατά την οποία οι σπόροι τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις στο έδαφος κατά ομάδες
στ) «σπορά κατά όρχους»
(γεωπ.) άλλη ονομασία της σποράς κατά θέσεις
ζ) «σπορά ακριβείας»
(γεωπ.) σπορά σε γραμμές κατά την οποία η σπαρτική μηχανή αποθέτει τους σπόρους έναν έναν στη γραμμή της σποράς σε καθορισμένες μεταξύ τους αποστάσεις
η) «άμεση σπορά»
(γεωπ.) μέθοδος σποράς κατά την οποία η σπορά γίνεται σε έδαφος που δεν έχει υποστεί καμιά προηγούμενη κατεργασία παρά μόνο ζιζανιοκτονία
θ) «φθινοπωρινή εποχή σποράς»
(γεωπ.) εποχή κατά την οποία σπέρνονται τα ανθεκτικά στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα φυτά
ι) «εαρινή εποχή σποράς»
(γεωπ.) εποχή κατά την οποία σπέρνονται τα ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες φυτά
μσν.
σπόρος
μσν.-αρχ.
1. γένεση, δημιουργία (α. «ἀγγέλων ἐπὶ τῆς σπορᾱς τῶν ἀνθρώπων τεταγμένων», Ωριγ.
β. «τὴν καθαρὰν τῆς διδασκαλίας καὶ γόνιμον σποράν», Μεθόδ.)
2. καταγωγή, γενιά, σόι (α. «ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾱς φθαρτῆς ἀλλὰ ἀφθάρτου», ΚΔ
β. «ἐκ σπορᾱς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι κλεινός», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η τεκνογονία
2. το φύλο, το γένοςθῆλυς σπορά» — θηλυκό γένος, Ευρ.)
3. στον πληθ. αἱ σποραί
(για ζώα) τα νεογνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ του σπείρω].

Greek Monotonic

σπορά: ἡ (σπείρω),
I. 1. σπορά, σε Πλάτ.· λέγεται για παιδιά, γενιά, καταγωγή, γόνος, σπόρος, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. καιρός σποράς, σε Ευρ.
II. σπόρος που έχει σπαρεί, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, γενιά, απόγονοι, σε Σοφ.· γενικά, θῆλυς σπορά, θηλυκό γένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σπορά: ἡ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, σπερμάτων Πλάτ. Ἀντεραστ. 134Ε· ἐντεῦθεν μεταφορ., σπ. μαθημάτων εἰς ψυχὴν αὐτόθι. β) ἐπὶ τέκνων, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε, ἐκ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἢ καταγωγῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 871· τοιοῦτος ὤν τοιῷδ’ ὀνειδίζεις σποράν; περὶ καταγωγῆς; Σοφ. Αἴ. 1298· παραγωγή, τεκνογονία, Πλάτ. Νόμ. 729C, 783Α. 2) ὁ καιρὸς τοῦ σπείρειν, σπορητός, ἀπὸ τῆς σπορᾶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6· δεκέτεσιν ἐν σποραῖσιν, κατὰ τὸν δέκατον σπορητόν, δηλ. τὸ δέκατον ἔτος, Εὐρ. Ἠλ. 1153. ΙΙ. τὸ ἐσπαρμένον, ξηρὰ σπ., σπέρμα σπαρὲν ἐν ξηρᾷ γῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 637. β) ἐπὶ προσώπων, γενεά, ἔκγονοι, ἀπογονοι, Σοφ. Τρ. 316, 420· σπ. δράκοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1125· γυναῖκα καὶ τέκνων.. σπορὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 41· - ἐν τῷ πληθ., «τὰ μικρά», ἀμφίβολ. παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 56· καθόλου, θῆλυς σπ., τὸ θῆλυ γένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 659, πρβλ. Τρῳ. 503.

Middle Liddell

σπορά, ἡ, σπείρω
I. a sowing of seed, Plat.: of children, origin, birth, Aesch., Soph.
2. seed-time, Eur.
II. the seed sown, Eur.:—of persons, seed, offspring, Soph.: generally, θηλὺς σπ. the female race, Eur. Hence.

Chinese

原文音譯:spor£ 士坡拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:播種
字義溯源:撒的種子,種子;源自(ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種,撒播)。參讀 (ἐπισπείρω / σπείρω)同源字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 種子(1) 彼前1:23

English (Woodhouse)

birth, child, descent, family, lineage, procreation, seed, seed-time, act of generating, family line, family race, generative seed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ρῆμα σπείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.