δίμηνος

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμηνος Medium diacritics: δίμηνος Low diacritics: δίμηνος Capitals: ΔΙΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dímēnos Transliteration B: dimēnos Transliteration C: diminos Beta Code: di/mhnos

English (LSJ)

δίμηνον, of or for two months, δ. πυρός maturing in two months, Thphr. HP 8.4.4; ἀνοχαί Plb.18.10.4; δίμηνα ἐκτιτρώσκειν Hp.Aph.5.45; δίμηνος, ἡ, space of two months, Arist.HA573a12; εἰς δ. Id.Oec.1353a22; ἐντὸς διμήνου POxy.1032.22 (ii A. D.); τὴν δ. ἄρχειν Plb.6.34.3.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que dura dos meses, de dos meses ἐπὴν δίμηνα ᾖ τὰ καταμήνια ἐν τῇσι μήτρῃσι πολλὰ ἐόντα cuando tienen una cantidad abundante de flujo menstrual en su matriz durante dos meses Hp.Mul.1.2, ἀνοχαί Plb.18.10.4
ac. adv. durante dos meses συνθηρεύσαντες δίμηνον Str.10.4.21.
2 que sucede a los dos meses, en el segundo mes, al cabo de dos meses οἱ μὲν τρίμηνοι τῶν πυρῶν, οἱ δὲ δίμηνοι unas variedades de trigo (maduran) a los tres meses, otras a los dos Thphr.CP 4.11.1, cf. HP 8.4.4
neutr. plu. como adv. a los dos meses ὁκόσαι ... ἐκτιτρώσκουσι δίμηνα ἢ τρίμηνα aquellas que abortan a los dos o tres meses Hp.Aph.5.45.
3 que ha sucedido dos meses antes, hace dos meses uso pred. δ. σήμερον ἐστάλην <πρὸς> τὸν ἄτακτον Δισκᾶν hoy hace dos meses fui a ver al intratable Discas, Sel.Pap.114.3 (II d.C.).
II subst. (ἡ) δ. período de dos meses, bimestre ταῖς ἵπποις τὰ καταμήνια ἐπισημαίνει διαλείποντα δίμηνον en las yeguas la menstruación aparece con un intervalo de dos meses Arist.HA 573a12, τοὺς πλέοντας εἰς δίμηνον σιτηρεσιάσαι Arist.Oec.1353a22, ἀνὰ μέρος τῆς ἑκμήνου τὴν δίμηνον ἄρχουσι están de turno dos meses por semestre Plb.6.34.3, διμήνου τὰς δυνάμεις ὠψωνίασε dio a las tropas el sueldo de dos meses Plb.15.25.11, cf. PLond.2061.8 (III a.C.), PCair.Zen.27.2 (III a.C.), σιτομετρία διμήνου PCair.Zen.455.6 (III a.C.), τόκος διμήνου δέκατος el diez por ciento de interés correspondiente a dos meses, IIl.52.14 (II a.C.), ἁλίασμα ἕκτας διμήνου decreto del sexto bimestre, IGDS 185.8 (Agrigento II/I a.C.), τοὺς δὲ ξένους διμήνου μισθοφοραῖς ἐτίμησε πάντας y a todos los mercenarios les dio una gratificación equivalente a una paga de dos meses D.S.17.64, σῖτον ... ὡμολόγησαν τῇ Ῥωμαίων στρατιᾷ διμήνου παρέξειν D.H.9.17, ἡ ἀποφορὰ τῆς διμήνου SB 10290.8 (II d.C.)
c. prep. μέχρι διμε̄́νο IG 13.86.15 (V a.C.), ἐν διμήνῳ Welles, RC 3.107 (Teos IV a.C.), ICr.3.3.4.69 (Hierapitna II a.C.), Str.4.6.12, Placit.5.21.2, ἐντὸς διμήνου en el plazo de dos meses, POxy.1032.22 (II d.C.), cf. 2859.15 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 631] zweimonatlich; σῖτος, μισθοφορά, D. Hal. 9, 17; D. Sic. 17, 69 u. ofter; τὸ δίμηνον, Zeit von zwei Monaten, 17, 48, wie ἡ διμηνος, Pol. 6, 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure deux mois ; τὸ δίμηνον durée de deux mois, bimestre.
Étymologie: δίς, μήν².

Russian (Dvoretsky)

δίμηνος: IIдвухмесячный промежуток Arst., Polyb.
двухмесячный (μισθοφοραί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δίμηνος: -ον, δύο μηνῶν ἢ διὰ δύο μῆνας, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 4, 4· δίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254· ― δίμηνον, διάστημα δύο μηνῶν, διμηνία, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 22· εἰς δ. ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 37· ἡ δίμηνος Πολύβ. 6. 34, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίμηνος, -ον)
ο ηλικίας ή διάρκειας δύο μηνών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμηνο
χρονικό διάστημα δύο μηνών
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.δίμηνος
2. φρ. «δίμηνος πυρός» — στάρι που θερίζεται δυό μήνες μετά τη σπορά του, διμηνίτης.