διοίχηνται

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. ion. de διοίχομαι.

Russian (Dvoretsky)

διοίχηνται: Her. 3 л. pl. pf. к διοίχομαι.