διοίχηνται

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. ion. de διοίχομαι.

Russian (Dvoretsky)

διοίχηνται: Her. 3 л. pl. pf. к διοίχομαι.