διπλανός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό δίπλα
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός
γείτονας που κατοικεί δίπλα.