διφρουλκία

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
arrastre por un carro del cuerpo de Héctor, Tz.ad Lyc.261.

Greek Monolingual

διφρουλκία, η (Μ)
έλξη άρματος (από τα άλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίφρος + -ουλκία < -ουλκος < ολκή ή ολκός]