διφρουλκία

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
arrastre por un carro del cuerpo de Héctor, Tz.ad Lyc.261.

Greek Monolingual

διφρουλκία, η (Μ)
έλξη άρματος (από τα άλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίφρος + -ουλκία < -ουλκος < ολκή ή ολκός]