δοξολόγημα

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Spanish (DGE)

-ματος, τό
alabanza, glorificación Ephr.Ant. en Phot.Bibl.245b26.

Greek Monolingual

το (AM δοξολόγημα)
εγκωμιαστικός λόγος.