δουκέσσα

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

η
1. βλ. δούκας
2. ποικιλία αχλαδιού της ΝΔ. Ελλάδας και κυρίως της Αχαΐας.