δυνατότητα

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κάτι δυνατό, ενδεχόμενο
2. ιδιότητα την οποία πρέπει να έχει μια ποιητική διήγηση κατά την οποία τα εξιστορούμενα ή διαδραματιζόμενα να φαίνονται ως δυνατά και πιθανά.