δυσανασχέτηση

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

η (AM δυσανασχέτησις)
το να δυσανασχετεί κάποιος, η δυσφορία.